- φαυλοκράτης
- ο политикан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαυλοκράτης — ο, θηλ. φαυλοκράτισσα, Ν (συν. για πολιτικό) αυτός που διοικεί τα κοινά με φαύλο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαύλος + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φαυλοκράται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φαυλοκράτης — ο πολιτικός που διοικεί με φαύλα μέσα, πολιτικός φαύλος (βλ. λ.): Οι φαυλοκράτες θα κλονίσουν το κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαυλοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαυλοκρατία και στον φαυλοκράτη («φαυλοκρατικές μέθοδοι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φαυλοκρατικός οπαδός τής φαυλοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαυλοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek